Τῇ 4ῃ Ἰανουρίου τελοῦμε τὴν μνήμη τῆς εὑρέσεως τῶν ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Νεομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ ἐκ Κονίτσης. Κατεβάστε ΕΔΩ, τὴν Ἀκολουθία τῆς Εὑρέσεως τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, ψαλλομένη τῇ 4 Ἰανουρίου, Ποίημα Ὁσίου Γέροντος Γερασίμου Μοναχοῦ, τοῦ Μικραγιαννανίτου.
ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΕΚ ΚΟΝΙΤΣΗΣ
Ἀνατροφὴ ἀπὸ Μωαμεθανοὺς γονεῖς
Ὁ Ἰωάννης, ὁ Ἅγιος Νεομάρτυρας, γεννήθηκε στὴν Κόνιτσα τῆς Ἠπείρου, ποὺ τότε ἦταν ἕδρα τοῦ Ἐπισκόπου Βελλᾶς, καὶ ἀνατράφηκε σ’ αὐτὴν ἀπὸ γονεῖς Μωαμεθανούς. Ὁ πατέρας του ἦταν ἕνας ἀπ’ τοὺς ἐξέχοντες Τούρκους, δερβίσης καὶ σεΐχης στὸ ἀξίωμα. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ μητέρα του ἦταν Μωαμεθανή.
Ὅταν ὁ νέος ἔγινε εἰκοσαετὴς στὴν ἡλικία, ἄφησε τὴν Κόνιτσα ὅπου γεννήθηκε καὶ πῆγε στὴν Μητρόπολη Ἰωαννίνων. Ἐκεῖ ὅλοι οἱ συμπολῖτες του τὸν τιμοῦσαν καὶ τοῦ ἔδειχναν σεβασμὸ ὄχι λιγότερο ἀπ’ τὸν πατέρα του (γιατί κι αὐτὸς μπῆκε στὸ τάγμα τῶν δερβίσηδων ἀπ’ τὸν πατέρα του σεΐχη).
Ἀφοῦ ἔμεινε ἀρκετὸ καιρὸ στὰ Γιάννενα, ἔφυγε κι ἀπ’ ἐκεῖ καὶ πῆγε στὸ Ἀγρίνιο, ποὺ τότε ἦταν κωμόπολη τῆς Αἰτωλίας καὶ λεγόταν Βραχώρι. Ἐκεῖ ἔμενε στὸ ἀρχοντικὸ ποὺ λεγόταν Μουσελὶμ σεράϊ.
Τὸν χρόνο ἐκεῖνο ἐξουσίαζε σ’ ὅλη τὴν Αἰτωλοακαρνανία ὁ Ἰσοὺφ ὁ Ἄραψ, ποὺ γνώριζε τὸν πατέρα τοῦ νέου κι ἐπειδὴ τὸν σεβόταν μᾶλλον σὰν σεΐχη καὶ ἀρχηγὸ τῆς θρησκείας τους, τὸν δέχθηκε μὲ ἀγάπη καὶ πολλὴ τιμὴ ὀνομάζοντάς τον δερβίση δικόν του.
Ἔμεινε, λοιπόν, ὁ νέος κοντὰ του ἀρκετὸν καιρὸ καὶ πήγαινε ἀκατάπαυστα σὲ ὑπηρεσίες, γιατί τὸν χρόνο ἐκεῖνο γινόταν στὰ Ἑπτάνησα πόλεμος μεταξὺ Ρώσων καὶ Τούρκων καὶ ἀρχηγὸς τῶν Τούρκων ἦταν ὁ Ἰσούφ.
Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ νέος αὐτὸς ἂν καὶ ζοῦσε στὴν ἀσέβεια καὶ τὴν πλάνη ἐν τούτοις εἶχε ζωὴ Χριστιανικὴ καὶ χρησιμοποιοῦσε πολλὲς φορὲς τὶς νηστίσιμες τροφὲς τῶν Χριστιανῶν ἔχοντας σὲ ὑπόληψη κι ἐκτίμηση τὴν Χριστιανικὴ ζωή. Φοβόταν ὅμως καὶ τὸ ἔθνος του μήπως τὸν δοῦν καὶ κινδυνέψει.
Χριστιανός
Ἔπειτα ἀπὸ δύο χρόνια ἔγινε ἀλλαγὴ στὶς ἀρχὲς τῆς Αἰτωλοακαρνανίας. Ὁ Ἰσούφ, λοιπόν, πῆγε στὰ Γιάννενα καὶ στὴ θέση του ἦρθε ὁ Σουλεϊμὰν μπέης, ποὺ στὸ ἐπίθετο λεγόταν Βρυώνης.
Ὁ νέος ὅμως δὲν ἀκολούθησε οὔτε τὸν διάδοχο τῆς ἐξουσίας οὔτε τὸν Ἰσούφ, ἀλλὰ ἔμεινε στὴν ἐπαρχία τῆς Αἰτωλίας καὶ γύριζε ντυμένος μὲ Χριστιανικὰ ροῦχα, ἐνῶ τὸ δερβίσικο κιουλιάφι μαζὶ καὶ τὰ λευκοπράσινα ποὺ φοροῦσε προηγουμένως τὰ ἔβγαλε καὶ τὰ καταπάτησε. Ἡ συμπεριφορά του πιὰ ἦταν τελείως Χριστιανική, ἔκανε παρέα μὲ τοὺς φύλακες τοῦ γένους, ποὺ τοὺς ἔλεγαν καπεταναίους καὶ μόνο τὸ ἅγιο Βάπτισμα δὲν εἶχε πάρει. Ἤθελε βέβαια ἀπὸ πολὺ καιρὸ νὰ τὸ ἀξιωθεῖ στὰ μέρη αὐτά, ἀλλὰ δὲν ἔγινε δυνατὸ νὰ τὸ ἀπολαύση γιατί οἱ Χριστιανοὶ εἶχαν φόβους μήπως πέσουν σὲ κίνδυνο, ἂν ἡ ἐξουσία μάθαινε τὸ πρᾶγμα.
Γι’ αὐτό, λοιπόν, ὁ νέος πέρασε στὸ νησὶ Ἰθάκη ὅπου ἀναγεννήθηκε μὲ τὸ θεῖο αὐτὸ Βάπτισμα καὶ μετωνομάστηκε Ἰωάννης. Ἀφοῦ κατηχήθηκε ἀρκετὰ ἐκεῖ ἀπ’ τὸν Πνευματικὸ γιὰ τὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ ζωή, γύρισε στὸ Ξηρόμερο. Ἀφοῦ ἔπειτα πῆγε σ’ ἕνα χωριὸ ποὺ λεγόταν Μαχαλᾶς ἔγινε δοῦλος στὸν Πάνο Γαλάνη ποὺ ἦταν ἐκεῖ προεστὸς τοῦ χωριοῦ καὶ στὸ ἴδιο χωριὸ παντρεύτηκε, παίρνοντας πάντα τὶς προφυλάξεις του ἀπ’ τοὺς Ἀγαρηνούς. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν περισσότερο καιρὸ κρυβόταν, ἀσκῶντας τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἀγροφύλακα καὶ σπάνια ἐμφανιζόταν στὸ χωριό.
Κατὰ τὸ ἔτος 1813, μόλις ἔμαθε ὁ πατέρας του σεΐχης τὴν ἄρνηση τῆς θρησκείας τοῦ Μωαμεθανισμοῦ, θρήνησε ἀπαρηγόρητα γι’ αὐτό, καὶ ἔστειλε δυὸ δερβίσηδες τοῦ τάγματός του, γιὰ νὰ πᾶνε νὰ προσπαθήσουν μὲ διάφορα ταξίματα καὶ ὑποσχέσεις νὰ τὸν ἀπομακρύνουν ἀπ’ τὸν Χριστιανισμὸ καὶ νὰ τὸν ξαναγυρίσουν στὴν θρησκεία τους.
Πράγματι, αὐτοὶ ἦρθαν κι ἔμαθαν ποῦ μένει ὁ Ἰωάννης καὶ πῆγαν στὸ σπίτι του. Αὐτὸς ὅμως δὲν ἤθελε οὔτε νὰ τοὺς δῆ, οὔτε ν’ ἀκούση τὶς φλυαρίες τους καὶ τὶς μυθολογίες τοῦ Μωαμεθανισμοῦ γι’ αὐτὸ γύρισε ἀλλοῦ τὸ πρόσωπό του. Οἱ δερβίσηδες, λοιπόν, ντροπιάστηκαν περισσότερο ἀπ’ αὐτὴ τὴν περιφρόνησι καὶ ἔφυγαν ἄπρακτοι.
Μπροστὰ στὸν κριτή.
Ἕνας Ἀγαρηνὸς ὅμως, ποὺ ἦταν νεροκράτης στὸ χωριὸ Μαχαλᾶς, κατηγόρησε τὸν νέο στὸν μουσελίμη τοῦ Ἀγρινίου ὅτι ἔγινε Χριστιανός, ἐνῶ προηγουμένως ἦταν Τοῦρκος καὶ μάλιστα γιὸς ἑνὸς περίφημου δερβίση καὶ σεΐχη. Χωρὶς καμμιὰ ἀργοπορία αὐτὸς γνωστοποιεῖ τὸ πρᾶγμα στὸν μουσελίμη ποὺ ἦταν στὸ Τεπελένι, τὸν Ἐλμάζαγα Μπόνον, προσθέτοντας κι αὐτὸς μερικὰ γιὰ νὰ ἀνάψη περισσότερο τὸν θυμό του.
Ὁ μουσελίμης μόλις εἶδε τὰ γραμμένα σχετικὰ μὲ τὸν νέο, ταράχτηκε ὁλόκληρος ἀπ’ τὸ θυμό του κι ἔστειλε νὰ φωνάξουν τὸν κριτὴ καὶ τὸν μουφτῆ ποὺ ἦταν ὁ νομοκράτοράς τους καὶ τοὺς ἀνακοίνωσε τὴν ὑπόθεση. Στέλνει κατόπιν τὴν ἴδια μέρα στρατιῶτες γιὰ νὰ τὸν πιάσουν. Αὐτοὶ μόλις τὸν συνάντησαν βρῆκαν μιὰ πρόφαση κι ἀμέσως χωρὶς ἀναβολὴ τὸν ἔδεσαν καὶ ἔτσι δεμένο τὸν ὡδήγησαν στὸ δικαστήριο.
Τὸν ρώτησε, λοιπόν, ὁ μουσελίμης τὸ γένος, τὴν πατρίδα, τὸ ὄνομα καὶ τὴν θρησκεία του κι ὁ νέος σ’ ὅλα αὐτὰ ἀπάντησε μ’ ἕνα λόγο.
Εἶμαι Χριστιανὸς κι ὀνομάζομαι Ἰωάννης.
Δὲν εἶσαι σὺ ὁ δερβίσης, ὁ γιὸς τοῦ σεΐχη τῆς Κονίτσης; ξαναρωτάει πάλι ὁ μουσελίμης.
Ναί, ἐγώ, ἀλλὰ τώρα εἶμαι Χριστιανὸς καὶ Χριστιανὸς πρόκειται νὰ πεθάνω.
Γελάστηκες ἀπ’ τὴν γυναῖκα σου κι ἔγινες Χριστιανός. Ἔλα ὅμως στὰ λογικά σου καὶ κήρυξε μπροστὰ σ’ ὅλους τὴν παλαιά σου πίστη τὴν ἀληθινὴ καὶ τότε θὰ μάθης πόσο καλὰ θὰ τιμηθῇς ἀπὸ μένα.
Μὴ πιστεύης, ἀγᾶ μου, ἀποκρίθηκε ὁ νέος, ὅτι θὰ φανῶ τόσο ἀνόητος καὶ βλᾶκας, ὥστε ν’ ἀφήσω τὴν ἁγία Πίστη τῶν Χριστιανῶν καὶ νὰ τυφλωθῶ πάλι νὰ γυρίσω στὸν Μωαμεθανισμό. Μόλις ἔγινε δυνατὸ νὰ τὴν γνωρίσω καὶ τώρα πῶς μπορῶ νὰ τὴν ἀφήσω; Ποτέ, ποτὲ νὰ μὴ μοῦ συμθῆ τέτοιο κακό.
Βασανιστήριο καὶ μαρτυρικὸ τέλος.
Ὁ μουσελίμης καὶ οἱ ἄλλοι γύρω του θαύμασαν γιὰ τὴν παρρησία τοῦ Μάρτυρος κι ἐπειδὴ ντροπιάστηκαν δὲν θέλησαν νὰ ἐκταθοῦν σὲ περισσότερες ὁμιλίες. Διέταξε, λοιπόν, νὰ τὸν δέσουν καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὴν φυλακὴ κι ἐκεῖ νὰ τὸν βασανίσουν φοβερὰ καὶ σκληρὰ σὰν νὰ ντρεπόταν τάχα νὰ τὸν τιμωρήση φανερά.
Τὸν πῆραν οἱ ὑπηρέτες ἔτσι δεμένον καὶ πέρασαν στὸ λαιμό του τὴν πιὸ βαρειὰ ἁλυσίδα ἐνῶ συγχρόνως πέρασαν τὰ πόδια του στὸ ξύλο. Ὁ καθένας μπορεῖ νὰ φαντασθῇ τί τράβηξε ἐκεῖ μέσα ὁ εὐλογημένος νέος! Ραβδισμοὺς καὶ χτυπήματα μὲ χέρια καὶ πόδια, ἐνῶ ὁ Μάρτυρας εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ καὶ τὰ ὑπέμεινε μὲ ἀνδρεῖα ψιθυρίζοντας: «Θεέ μου, βοήθησέ με».
Ὅταν ὁ μουσελίμης ἔμαθε τὴν σταθερὴ ἀπόφαση τοῦ Μάρτυρος κι ἐπειδὴ φοβήθηκε μήπως ντροπιασθῇ περισσότερο ἂν τὸν παρουσίαση σὲ δεύτερη ἀνάκριση, συγκέντρωσε τοὺς οὐλεμάδες (τοὺς σοφούς) τοῦ γένους του, καὶ ἀπεφάσισαν ὅτι «ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν πρέπει νὰ ζῇ γιατί ἀλλαξοπίστησε καὶ ἀρνήθηκε τὴν θρησκεία του». Δόθηκε, λοιπόν, ἡ διαταγὴ ν’ ἀποκεφαλισθῇ μὲ ξίφος.
Τὸν πῆραν, λοιπόν, οἱ δεσμοφύλακες καὶ ὁ ἀρχιφύλακας δεμένον ὅπως τὸν εἶχαν καὶ τὸν πῆγαν στὸν τόπο τῆς καταδίκης, ὅπου ζήτησε ὁ Μάρτυς νὰ τὸν λύσουν λίγο γιὰ νὰ κάνη τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ἀλλὰ δὲν τὸν ἄφησαν. Φώναξε τότε ὅπως ὁ ληστὴς τοῦ Εὐαγγελίου τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ἔσκυψε τὸ κεφάλι καὶ δέχτηκε τὸν θάνατο μὲ ξίφος στὶς 23 Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1814. Δόθηκε ἡ διαταγὴ νὰ μὴ πλησιάση κανεὶς τὸ λείψανο, γιὰ νὰ τὸ φᾶνε τὰ σκυλιά. Τὸ ἔρριξαν, λοιπόν, οἱ δήμιοι σ’ ἕνα ρυάκι κοντὰ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Μερικοὶ ὅμως εὐσεβεῖς μεσίτεψαν στὸν μουσελίμη κι ἐκεῖνος ἐπέτρεψε νὰ ταφῆ χωρὶς τιμὲς σὲ μέρος οὐδέτερο μὲ τὴν πρόφασι ὅτι δὲν ἦταν οὔτε Τοῦρκος οὔτε Χριστιανὸς ὁ Μάρτυρας. Μερικοὶ ὅμως ἀπὸ εὐλάβεια ἄνοιξαν κρυφὰ ἕνα λάκκο κι ἔβαλαν μέσα τὸ μαρτυρικὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου σ’ ἕνα χωράφι.
Αὐτὴ εἶναι ἡ συγκινητικὴ πραγματικὰ ζωὴ τοῦ Νεομάρτυρος Ἰωάννου. Ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τὴν μνήμη του στὶς 23 Σεπτεμβρίου.
ΠΗΓΗ: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ, ΕΚΔΟΣΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ, «Ὁ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ»
Ἡ Εὕρεσις τῶν Λειψάνων:
Μετὰ τὸ μαρτύριό του, τὸ ἔτος 1814 μ.Χ., οἱ Χριστιανοὶ τῆς πόλεως Βραχωρίου (Ἀγρινίου) παρέλαβαν τὸ τίμιο Λείψανο αὐτοῦ καὶ τὸ ἐνταφίασαν σὲ ἕναν ἀγρό. Ὅταν ἔγινε ἡ ἀνακομιδή, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1814 – 1821 μ.Χ., τὰ ἱερὰ Λείψανα μεταφέρθηκαν κρυφὰ στὴν ἱερὰ Μονὴ Προυσιωτίσσης Εὐρυτανίας, ἀπὸ τὸν Ἱερέα Κύριλλο Καστανοφύλλη καὶ κατετέθησαν σὲ τόπο κρυφό.
Τὰ χρόνια πέρασαν καὶ τὸ γεγονὸς περιέπεσε σὲ λήθη. Ἀλλὰ ὁ δοξάζων τοὺς Ἁγίους Κύριος ἀπεκάλυψε αὐτὰ στοὺς Μοναχοὺς τῆς Μονῆς, οἱ ὁποῖοι ἀποφάσισαν, στὶς 4 Ἰανουαρίου 1974 μ.Χ., νὰ ἀνοίξουν τὴν κρύπτη πάνω στὴν ὁποία εἶχε χαραχθεῖ μὲ τὸ χέρι τοῦ κομίσαντος: «Οὐ μεταλλεῖον ἀργυροχρύσου πέλω, ἀλλ’ ὄλβον φέρω. Πάντα λίθον μὴ κίνει». Μόλις οἱ Μοναχοὶ ἀποκύλησαν τὸν λίθο ποὺ ἦταν πάνω στὴν κρύπτη, ἄρρητη εὐωδία ἐξῆλθε, ποὺ εὐχαρίστησε καὶ ἐξέπληξε τὶς ψυχές τους. Μέσα στὴν κρύπτη ὑπῆρχε μιὰ ξύλινη λειψανοθήκη ἐντὸς τῆς ὁποίας φυλάσσονταν ἡ Τιμία Κᾶρα μετὰ τῶν ὀστέων ἀγνώστου Ἁγίου. Ἐρευνῶντας τὸν τόπο βρῆκαν ἕνα κεραμῖδι ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἀναγραφόταν: «ΙΣ ΧΣ ΝΙ ΚΑ (Ἰησοῦς Χριστὸς Νικᾶ). Οὗτος ἦν ὁ ἐξ Ὀθωμανῶν Ἰωάννης, ὁ ἐν Βραχωρίῳ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυρήσας κατὰ τὸ 1814 Σεπτεμβρίου κγ’».
Δεῖτε στὸ βίντεο πλάνα ἀπὸ τὴν ὑποδοχὴ τῆς Τιμίας Κάρας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ ἐκ Κονίτσης στὴν Κόνιτσα ἀπὸ πλῆθος κλήρου καὶ λαοῦ τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου στὶς 22 Σεπτεμβρίου τοῦ 1978. Τὸ ἱερὸ λείψανο βρισκόταν μέχρι τότε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Προυσσοῦ Εὐρυτανίας. Στὸ βίντεο μπορεῖτε νὰ διακρίνετε τὸν ἀείμνηστο Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης Σεβαστιανό, τὸν μακαριστό Γέροντα Γρηγόριο, Καθηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους μαζὶ μὲ ἄλλους Ἱερείς καὶ Μοναχοὺς καθώς καὶ χιλιάδες κόσμου νὰ ὑποδέχονται τὸ τίμιο Λείψανο τοῦ συμπατριώτη τους Ἁγίου στὴν κεντρικὴ πλατεία τῆς Κονίτσης.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.